- στάσιμος
- -η, -ο / στάσιμος, -ον ΝΜΑ [στάσις]1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν)χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε μετρική ανομοιομορφίανεοελλ.1. αυτός που δεν παρουσιάζει εξέλιξη ή βελτίωση που παραμένει στο ίδιο σημείο (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)2. (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην ίδια τάξη ή θέση ή στον ίδιο βαθμό3.φυσ. χαρακτηρισμός φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο τού χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική εξέλιξη σε συνάρτηση με τον χρόνο4. φρ. α) «στάσιμος πλανήτης»αστρον. πλανήτης που διέρχεται από το σημείο τής φαινόμενης τροχιάς, κατά το οποίο, με τη μεταβολή τής φοράς κίνησης, φαίνεται ακίνητοςβ) «στάσιμος δορυφόρος»αστροναυτ. τεχνητός δορυφόρος τού οποίου η περίοδος είναι ίση με την αστρική περιστροφή τής Γης και ο οποίος αν εκτοξευθεί σε ισημερινή τροχιά φαίνεται ακίνητος πάνω από έναν τόπο, αλλ. γεωστάσιμος δορυφόροςγ) «στάσιμα κύματα»i) φυσ. κατηγορία κυμάτων στα οποία, σε αντίθεση με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε κάθε σημείο βρίσκονται είτε εν φάσει είτε υπό αντίθετη φάσηii) (τηλεπικ.) κύματα που δημιουργούνται ανάμεσα στο ηλεκτρομαγνητικό κύμα που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάταιδ) «στάσιμη κατάσταση»φυσ. (στην κβαντομηχανική) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή κατάσταση ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως προς τον χρόνο μεταβολή τού καταστατικού της διανύσματος είναι αρμονικήε) «στάσιμη φάση»βιολ. το τρίτο στάδιο στην εξέλιξη μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο πολλαπλασιασμός επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτωνστ) «στάσιμο μέτωπο»(μετεωρ.) η διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια κίνησηαρχ.1. σταθερός, αμετακίνητος («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον εἶναι», Πλούτ.)2. (για ανθρώπους) σταθερός, ακλόνητος στις αρχές του (α. «φύσεις κόσμιοι καὶ στάσιμοι», Πλάτ.β. «φρόνιμος καὶ στάσιμος ἄνθρωπος», Πολ.)3. αδρανής, άπρακτος4. (για τροφές και ουσίες) στυπτικός5. (για μουσική) σοβαρή («ἡ Δωριστὶ στασιμωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῑον», Αριστοτ.)6. το ουδ. ως ουσ.τὸ στάσιμονσταθερότητα7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στάσιματα ζύγια, τα βαρίδια8. φρ. α) «στάσιμος κίνησις» — η κίνηση επί τόπου (Πλάτ.)β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το βαρύ ιππικό, το βαριά οπλισμένο (Πολ.)γ) «ἀργύριον στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο (Λυσ.)δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (Πολυδ.)ε) «στασιμώτατον μέτρον» — το ηρωικό μέτρο (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.